- διαυλοδρόμης
- διαυλοδρόμηςrunner in themasc nom sgδιαυλοδρομέωto run theimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαυλοδρόμαι — διαυλοδρόμης runner in the masc nom/voc pl διαυλοδρόμᾱͅ , διαυλοδρόμης runner in the masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυλοδρομᾶν — διαυλοδρόμης runner in the masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυλοδρομῶν — διαυλοδρόμης runner in the masc gen pl διαυλοδρομέω to run the pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυλοδρόμην — διαυλοδρόμης runner in the masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυλοδρόμος — και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο* 2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή … Dictionary of Greek